Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



θηλιά, η


Ερμηνεία:

[η θηλιά, της θηλιάς (βρόγχος, είδος παγίδας για τη σύλληψη πουλιών ή μικρών ζώων), πληθ, οι θηλιὲς 



Ετυμολογία:

[Μεσαιων. < θηλέα < (Αρχ.) θήλεια (ο θήλυς, ή θήλεια, το θήλυ (θηλικός, θηλική, θηλικό)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: